- τραγόπαπας
- ο, Ν(χλευαστικά) παπάς, τραγογένης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + παπάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τραγογένης — ο, Ν 1. αυτός που έχει γέ νεια τράγου, τραγοπώγων 2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα 3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο γένης] … Dictionary of Greek